- κατοικοδομῶν
- κατοικοδομέωbuild uponpres part act masc nom sg (attic epic doric)κατοικοδομέωbuild uponpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοικοδομώ — κατοικοδομῶ, έω (Α) 1. οικοδομώ πάνω ή μέσα σε κάποιον τόπο, ανεγείρω οικοδομή («τὰς ὁδοὺς κωλύουσι κατοικοδομεῑν», Αριστοτ.) 2. δαπανώ για την κατασκευή οικοδομών («χαίρεις κατοικοδομῶν», Πλούτ.) 3. χρησιμοποιώ κάτι για οικοδομή 4. κλείνω… … Dictionary of Greek